αστάλαχτος

αστάλαχτος
-η, -ο (AM ἀστάλακτος, -ον)
αυτός που δεν σταλάζει, που δεν βγάζει ούτε σταγόνα
νεοελλ.
ο υδατοστεγής
μσν.
ο άφθονος, ο ατέλειωτος (για δάκρυ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άσταχτος — η, ο (Α ἄστακτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν στάζει, που δεν βγάζει ούτε σταγόνα νερού, ο αστάλαχτος αρχ. Ι. εκείνος που έχει αδιάκοπη ροή, που ρέει με αφθονία II. επίρρ. ἀστακτί όχι σταλαματιά σταλαματιά, με άφθονη δηλαδή ροή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”